- αντεναρία
- (antennaria). Επιστημονική ονομασία γένους πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των συνθέτων, ιθαγενών των εύκρατων και των ψυχρών περιοχών της υδρογείου. Τα φύλλα τους βγαίνουν από τη βάση του βλαστού και όλο το φυτό καλύπτεται από πυκνό, λευκό τρίχωμα. Τα άνθη τους είναι μικρά, λευκά ή σταχτιά και σχηματίζουν κεφάλια στην άκρη ενός άφυλλου βλαστού. Ευδοκιμούν σε άγονα πετρώδη εδάφη. Μόνο ένα είδος είναι αυτοφυές στην Ελλάδα, η α. η δίοικη,ύψους 25 εκ.
Άνθος αντεναρίας, φυτού που είναι κοινό στην αλπική χλωρίδα.
Dictionary of Greek. 2013.